-
1 ἐντιμάω
A value in or among, ἐν ταῖς μ μναῖς ἐνετιμᾶτο τὰ χρυσία καὶ τὰ ἱμάτια τῶν χιλίων [δραχμῶν] D.41.27;ἐς τὰς προῖκας ἐντετιμῆσθαι D.C.48.8
; highly valued, valuable,Sophr.
100 codd. Ath. ( ἐντετμαμένα Meineke):—[voice] Med., value in giving a dowry, Poll. 8.142.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐντιμάω
См. также в других словарях:
εντιμώ — ἐντιμῶ, άω (Α) 1. συνυπολογίζω («ἐς τὰς προῑκας ἐντετιμῆσθαι») 2. διατιμώ προικώο … Dictionary of Greek